πρωτέκδικος

πρωτέκδικος
ο, ΝΜ
ο πρώτος δικαστής
νεοελλ.
εκκλ. (ως τίτλος που απονέμεται σε πρεσβύτερο ή διάκονο) ο πρώτος μεταξύ τών εκδίκων, τών εκκλησιαστικών αξιωματούχων που είναι εξουσιοδοτημένοι να υπερασπίζουν τα συμφέροντα τής Εκκλησίας ενώπιον τών δικαστηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + ἔκδικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Протэкдик — (πρωτεκδικος первозащитник) чин патриаршей константинопольской церкви в средние века, занимал шестое место между высшими сановниками патриарха, называвшимися эксокатакилами (έζωκατάκοιλοι). П., с подчиненными ему экдиками, 1) разбирал тяжбы,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Георгий Пахимер — греч. Γεώργιος Παχυμέρης …   Википедия

  • Georges Pachymères — (grec : Γεώργιος Παχυμέρης) (1242 v. 1310) était un historien byzantin et auteur d œuvres diverses. Sommaire 1 Biographie 2 Œuvre 3 Notes et références …   Wikipédia en Français

  • Jean Chortasménos — (grec : Ίωάννης Χορτάσμενος), né vers 1370 et mort le 4 octobre 1431, est un savant et religieux byzantin du début du XVe siècle. Sommaire 1 Éléments biographiques 2 Activité …   Wikipédia en Français

  • DEFENSORES — multiplices sunt et pluribus nominibus cogniti, tum in Ecclesia, tum in Rep. Dicti, quod innoxie tueantur, ut ait Cassiod. l. 9. c. 25. Sub Caelestino et Bonifacio, circa A. C. 423. initium sumpsit Defensor Ecclesiae, e Concilio Africano Can. 42 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PROTECDICUS — Graece Πρωτέκδικος, quasi Primus Vindex seu Defensor, nomen officii in Aula Constantinopol. cuius erat, suscipere captivos et causarum criminalium Iudicium ex ercere. Codinus de Offic. l. 1. Item in Ecclesia Constantinopolit. ad quod spectabat,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεκδικείον — τὸ, Μ το δικαστήριο τού πρωτεκδίκου, τού πρώτου δικαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτέκδικος + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ εῖον)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτεκδικικός — ή, όν, Μ [πρωτέκδικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρωτέκδικο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”